- λυμφατικός
- -ή, -όβλ. λεμφατικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυμφατικός — ή, ό καχεκτικός: Γέννησε ένα λυμφατικό παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεμφατικός — λεμφατικός, ή, ό και λυμφατικός, ή, ό καχεκτικός λόγω υπέρμετρης ανάπτυξης του λεμφικού συστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)